ιησουιτικός

ιησουιτικός
-ή, -ό
επίρρ. και ιησουίτικος, -η, -ο επίρρ.
1. αυτός που έχει σχέση με τους ιησουίτες.
2. υποκριτικός: Ιησουιτική συμπεριφορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιησουιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ιησουίτες 2. υποκριτικός. επίρρ... ιησουιτικώς και ά 1. κατά τον τρόπο τών ιησουιτών 2. υποκριτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jesuitic < jesuit (βλ. ιησουίτης). Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”